- ἀκροφύλαξ
- -ακος ὁ N 3 0-0-0-0-1=1 4 Mc 3,13governor of the citadel, guardian; neol.?
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
ακροφύλαξ — ἀκροφύλαξ ( ακος), ο (Α) φρούραρχος, φρουρός ακρόπολης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + φύλαξ] … Dictionary of Greek
ἀκροφύλακα — ἀκροφύλαξ governor of a citadel masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροφύλακας — ἀκροφύλαξ governor of a citadel masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek